Το παιχνίδι στα παιδιά είναι ένα φαινόμενο διαπολιτισμικό το οποίο ενθαρρύνεται από όλες τις κοινωνίες γιατί είναι τεράστια η σημασία του στην ψυχοκινητική τους ανάπτυξη και ως εκ τούτου σε μια υγιή και λειτουργική μετάβαση στην ενήλικη ζωή.
Διαφέρει μόνο στον τρόπο με τον οποίο εκτελείται, γεγονός που καθορίζεται από τη σύσταση των κοινωνιών, την πρόσβαση σε αντικείμενα παιχνιδιού (φυσικά ή τεχνητά) και ίσως και τους σκοπούς τους οποίους θέλει η εκάστοτε κοινωνία να επιτύχει. Για παράδειγμα το ομαδικό παιχνίδι μέσω μίμησης δραστηριοτήτων των ενηλίκων μπορεί να ενισχύεται σε περιβάλλοντα όπου είναι απαραίτητη η ανάπτυξη της ικανότητας ανεύρεσης λύσεων σε καθημερινά προβλήματα και η γρήγορη ένταξη των παιδιών στις κοινωνικές δραστηριότητες.
Το παιχνίδι μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο θεραπευτικά (παιγνιοθεραπεία) αλλά και ως μέσο ανίχνευσης δυσκολιών που μπορεί να παρουσιάζει ένα παιδί!
Παρατηρώντας το παιχνίδι των παιδιών μπορεί κανείς να παρατηρήσει τα εξής:
- Το πώς βιώνει εσωτερικά το παιχνίδι του, κάτι που ορίζει τελικά την ποιότητα του παιχνιδιού και είναι σε άμεση συσχέτιση με την ιδιοσυγκρασία του. Με απλά λόγια η τάση του παιδιού να ..παίξει!
- Πώς το “εκτελεί”, οι συμπεριφορές δηλαδή που κάποιος βλέπει κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού (όπως για παράδειγμα το φανταστικό και το συμβολικό παιχνίδι).
Στο “φανταστικό παιχνίδι” το παιδί χρησιμοποιεί καθημερινά αντικείμενα με τον ίδιο τρόπο που αυτά χρησιμοποιούνται στην πραγματικότητα, ταΐζει για παράδειγμα μια κούκλα με ένα κουτάλι, ή χτενίζει ένα αρκουδάκι με μια χτένα. Στο “συμβολικό” παιχνίδι χρησιμοποιεί κάποιο αντικείμενο προσδίδοντάς του μια άλλη χρήση (προσποιείται ότι μια μπανάνα είναι κινητό τηλέφωνο), προσδίδει ιδιότητες που δεν υπάρχουν (προσποιείται ότι μια κούκλα είναι βρώμικη και την πλένει) ή κάνει μια δραστηριότητα προσποιούμενο ότι χρησιμοποιεί ένα αντικείμενο (βουρτσίζει τα δόντια του κάνοντας ότι κρατά μια φανταστική οδοντόβουρτσα ή πίνει πορτοκαλάδα από ένα φανταστικό κύπελλο). Μέσα από το φανταστικό και το συμβολικό παιχνίδι δίνεται στο παιδί η δυνατότητα να μάθει βασικές δεξιότητες, να αναπτύξει ενσυναίσθηση, να μάθει να βρίσκει λύσεις σε προβλήματα.
- Το παιχνίδι ως βίωμα (playfulness) σύμφωνα με τους Skard και Bundy (2008) απαρτίζεται από 4 στοιχεία:
- την επιλογή του παιδιού για το που, τι, πως και με ποιον θα παίξει. Είναι το παιδί που επιλέγει;
- την ικανότητα του να απολαμβάνει τη διαδικασία και μόνο του παιχνιδιού π.χ. φτιάχνει ένα πύργο από τουβλάκια και ακόμα και αν δεν το ολοκληρώσει έχει απολαύσει τη διαδικασία!
- την ικανότητα του να ενσωματώνει στοιχεία φαντασίας στο παιχνίδι π.χ. τα αντικείμενα χάνουν την πραγματιστική τους αξία και ένα ξύλο μπορεί να είναι μαγικό ραβδί!
- την ικανότητα αλληλεπίδρασης κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού με τα πρόσωπα που εμπλέκονται σε αυτό π.χ. να εκφράζει τι θέλει, πώς οι υπόλοιποι μπορούν να συμμετέχουν στη διαδικασία.
Είναι προφανές πως η ύπαρξη ασφαλούς δεσμού με τον φροντιστή μπορεί να αναβαθμίσει σημαντικά την ποιότητα του παιχνιδιού ακόμα και σε περιπτώσεις παιδιών που παρουσιάζουν απόκλιση στην διαδικασία ανάπτυξης τους.
Τελικά αυτό που θα πρέπει να μη ξεχνάμε είναι ότι τα παιδιά επιβάλλεται να παίζουν, είναι αναφαίρετο δικαίωμα τους! Μέσα από το παιχνίδι τους μπορούμε να βρούμε τόσο τα δυνατά όσο και τα τρωτά τους σημεία και να τα αξιοποιήσουμε όπως μπορούμε για να φτάσουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους!